Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι από τα κορυφαία έργα του Σολωμού και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Έργο ζωής του Σολωμού, αφού τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της ώριμης ποιητικής του περιόδου.
Δεν είναι ένα ενιαίο ποίημα, αλλά αποτελείται από τρία σχεδιάσματα σε αποσπασματική μορφή. Εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας του Μεσολογγίου, κατά τη διάρκεια της άνοιξης, λίγο πριν το Πάσχα και τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματά του αναφέρονται στην ομορφιά της φύσης κατά την εποχή αυτή.
Η κεντρική ιδέα του έργου, όπως αναλύεται στα σχέδια του Σολωμού, είναι ο αγώνας των πολιορκημένων ενάντια στις κακουχίες, ενώ γίνονται πραγματικά ελεύθεροι με την πνευματική νίκη ενάντια σε μια σειρά από πειρασμούς. Γίνεται λόγος για την εσωτερική ελευθερία της θέλησης να υπερβούν όλα αυτά που απειλούν τη δυναμικότητα της αντίστασής τους, όχι μόνο την πείνα και τη σωματική εξασθένηση αλλά και κάθε πειρασμού που προσφέρει η ίδια η ομορφιά της φύσης.
Βασικό κείμενο για την κατανόηση του σολωμικού έργου είναι τα Προλεγόμενα του Ιακώβου Πολυλά: Ειδικά για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Πολυλάς λέει:
" ...Μία αυτόνομη ψυχή εξ ενάντιας μάλιστα από αυτό το πάθος σπρώχνεται να μεταβή εις τη συναίσθησι της άκρας ενέργειας, και από κάθε φοβερό αντικείμενο ηξεύρει να γεννήση ένα υψηλό. Τέτοια ήταν η θέσι, εις την οποίαν έσταινε ο Σολωμός τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ποίημα, εις το οποίον έπρεπε να φανή ακέραιος ο άνθρωπος, το ύψος της ψυχής, και ενταυτώ τα φυσικά αισθήματα σε όλη τους τη σφοδρότητα. Αυτό το σέβας προς όλα τα ιδιώματα του θείου πλάσματος ανάγκαζε τον ποιητή να μη θυσιάζη κανένα από αυτά, αλλά να τα θέση όλα εις μιαν αρμονικήν ισοζυγία: να παραστήση πλαστικώς τα παντοειδή ανθρώπινα ορμήματα, αισθήματα, φρονήματα, και πάθη: τον έρωτα, την μητρικήν αγάπη τον ενθουσιασμό της δόξας, τη φιλοζωΐα, τον έρωτα προς τα κάλλη της φύσης, την ώρα οπού θανάτου σκιά τα σκεπάζει των αγωνισμένων και σύγχρονα να δείξη την υπεροχή του πνεύματος ομπροστά εις όλα τα εξωτερικά ενάντια..."
Συγκλονιστικοί στίχοι από τα τρία σχεδιάσματα*:
Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»
Και ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κιο Αγαρηνός το ξέρει».
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
[...] Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ' το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω.
Μ' όλον που τότ' ασάλευτος στο νου μ' ο νιος εστήθη,
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ' όλα τα πλούτια πόχει
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Εκείθ' εβγήκε ανίκητος.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος
[...]Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Δεν τους βαραίν' ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους
..............κι εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
[...]Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του[...]
Ευγένιος Ντελακρουά, "Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου", 1826. Μουσείο Καλών Τεχνών, Μπορντώ |
*Το πλήρες κείμενο από τα τρία σχεδιάσματα, εδώ:
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/1821_eleftheroi_poliorkimenoi.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου