Κώστας Βάρναλης, «Οι μοιραίοι»
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι μοιραίοι (1922) το δημοφιλέστερο ποίημα του
Βάρναλη, αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα νεοελληνικού λυρισμού. Απεικονίζει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των
απόκληρων της ζωής.
H αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα
στην ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος και τη μίζερη υπόγεια ταβέρνα, έρχεται
να τονίσει ακόμη περισσότερο το βαθμό στον οποίο οι φτωχοί είναι αποκλεισμένοι από τις ευδαιμονικές πτυχές της ζωής.
Οι ήρωες του ποιήματος αναζητούν με
αγωνία την αιτία των προβλημάτων τους. Οι «μοιραίοι» του ποιήματος είναι οι
άνθρωποι που έχουν μοιρολατρικά δεχτεί την εξαθλίωση της ζωής τους, χωρίς να
αντιδρούν και αναζητούν ευθύνες στη μοίρα ή στον Θεό. Προσμένουν ίσως κάποιο «θάμα», αντί να διεκδικήσουν δυναμικά τις αλλαγές εκείνες που θα καταστήσουν τη ζωή
τους καλύτερη:
"Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!"
Ο Κώστας Βάρναλης, έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, 17 Δεκεμβρίου 1974...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου